σινάπεως

σινάπεως
σινά̱πεω̆ς , σίναπι
mustard
neut gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σινάπι — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά τα φυτά σίναπις η λευκή και σίναπις η μελάνη, που ανήκουν στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα) και είναι πόες άγριες και κοινές, ακόμα και στα ακαλλιέργητα εδάφη των εύκρατων περιοχών. Η… …   Dictionary of Greek

  • гороущьныи — (4*) пр. Горчичный: аще имате вѣрѹ ˫ако и зьрно горущьно. и речете горѣ сеи преиди и въврьзисѩ въ море. и абиѥ послѹшаѥть васъ. ЖФП XII, 26б; А зерно горющноѥ прѩмъ ре(ч) синапръ КН 1280, 522а; аще ли дрочелье(м) и чисмены слагаеши бж(с)тво. ти… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”